ανθρωπογονία

ανθρωπογονία
η
νεοελλ.
η ανθρωπογένεση*
1.
αρχ.
η καταγωγή του ανθρώπου
2. η δημιουργία των ανθρώπων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀνθρωπογονία — ἀνθρωπογονίᾱ , ἀνθρωπογονία begetting of men fem nom/voc/acc dual ἀνθρωπογονίᾱ , ἀνθρωπογονία begetting of men fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπογονίας — ἀνθρωπογονίᾱς , ἀνθρωπογονία begetting of men fem acc pl ἀνθρωπογονίᾱς , ἀνθρωπογονία begetting of men fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπογονίαν — ἀνθρωπογονίᾱν , ἀνθρωπογονία begetting of men fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθρωπογονικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην ανθρωπογονία …   Dictionary of Greek

  • κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… …   Dictionary of Greek

  • ՄԱՐԴԵՂՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0223 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c, 13c գ. ἁνθρώπησις, ἑνανθρώπησις, ἑνανθρωπότης incarnatio, assumtio humanae naturae. Մարդ եղանիլն, մարդանալն որդւոյն աստուծոյ. ներմարդութիւն. մարմնաւորութիւն, անհաս տնօրէնութիւն կամ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”